λιθοκάρδιος

λιθοκάρδιος
λιθο-κάρδιος, mit steinernem Herzen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθοκάρδιος — λιθοκάρδιος, ον (AM) σκληρόκαρδος μσν. μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, μελανο κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • λιθοκάρδιος — stony hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοκαρδίοις — λιθοκάρδιος stony hearted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοκαρδίων — λιθοκάρδιος stony hearted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοκάρδιε — λιθοκάρδιος stony hearted masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοκάρδιοι — λιθοκάρδιος stony hearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • λιθοκαρδία — λιθοκαρδία, ἡ (Μ) [λιθοκάρδιος] η ιδιότητα τού σκληρόκαρδου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”